ἐξετάσεως

ἐξετάσεως
ἐξετάσεω̆ς , ἐξέτασις
close examination
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αδενόγραμμα — το Ιατρ. ποσοτικό και ποιοτικό αποτέλεσμα τής κυτταρολογικής εξετάσεως επιχρίσματος που έχει ληφθεί με παρακέντηση από λεμφαδένα …   Dictionary of Greek

  • αμφώβολος — ἀμφώβολος, ο (ΑΜ) 1. ακόντιο ή οβελός με αιχμή και στα δύο άκρα 2. (ως επίθ. στον πληθ. τού ουδ.) τὰ ἀμφώβολα α) (για τα θυσιαζόμενα ζώα) ψημένα στη σούβλα β) κατά τον Ευστάθιο, η μαντεία κατόπιν εξετάσεως τών σπλάχνων από τα θυσιαζόμενα ζώα.… …   Dictionary of Greek

  • ιεροεξεταστής — ὁ 1. (κατά τον μεσαίωνα) μέλος τού δικαστηρίου τής Ιεράς Εξετάσεως 2. αυτός που υποβάλλει κάποιον σε σκληρά βασανιστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + εξεταστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Αιών (πρβλ. και ιερεξεταστής)] …   Dictionary of Greek

  • ιεροκρίτης — ὁ κριτής τής Ιεράς Εξετάσεως, ο ιεροεξεταστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κρίτης (< κρίνω), πρβλ. βιβλιο κρίτης, δικαιο κρίτης] …   Dictionary of Greek

  • κάνδιδα — κάνδιδα, τὸ (Α) αγώνας ή εξέταση που δινόταν από υποψήφιο σε κάποιο αξίωμα («ἔδωκε τρίτον κάνδιδα ἐν τῆ Ρώμη», Μαρτύρ. Ελευθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Candida «εξέταση, το περιεχόμενο τής εξετάσεως»] …   Dictionary of Greek

  • κορομετρία — η ιατρ. μέθοδος εξετάσεως που συνίσταται στη μέτρηση τής διαμέτρου τής κόρης τού οφθαλμού και τών μεταβολών της κάτω από την επίδραση διαφόρων ερεθισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”